πηλοφόρον — πηλοφόρος carrying clay masc/fem acc sg πηλοφόρος carrying clay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλοφόροι — πηλοφόρος carrying clay masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλοφόρων — πηλοφόρος carrying clay masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
πηλοφορώ — έω, Α [πηλοφόρος] μεταφέρω πηλό, κουβαλώ λάσπη … Dictionary of Greek
πηλοφόρι — το, Ν [πηλοφόρος] 1. ξύλινο σκεύος με το οποίο οι εργάτες μεταφέρουν πηλό, λάσπη στους χτίστες 2. φρ. «δουλεύει πηλοφόρι» είναι βοηθός κτίστη … Dictionary of Greek
πουργός — ο, ΝΜ βοηθητικός εργάτης που μεταφέρει τη λάσπη ή τις πέτρες στους χτίστες, πηλοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπουργός (< υπό + έργο) με σίγηση τού αρκτικού υ ] … Dictionary of Greek