πηλοφόρος

πηλοφόρος
ο / πηλοφόρος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργάτης που μεταφέρει πηλό με το πηλοφόρι, ο βοηθός κτίστη
μσν.-αρχ.
1. αυτός που μεταφέρει πηλό
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροτέχνης, μισθωτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πηλοφόρον — πηλοφόρος carrying clay masc/fem acc sg πηλοφόρος carrying clay neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλοφόροι — πηλοφόρος carrying clay masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλοφόρων — πηλοφόρος carrying clay masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • πηλοφορώ — έω, Α [πηλοφόρος] μεταφέρω πηλό, κουβαλώ λάσπη …   Dictionary of Greek

  • πηλοφόρι — το, Ν [πηλοφόρος] 1. ξύλινο σκεύος με το οποίο οι εργάτες μεταφέρουν πηλό, λάσπη στους χτίστες 2. φρ. «δουλεύει πηλοφόρι» είναι βοηθός κτίστη …   Dictionary of Greek

  • πουργός — ο, ΝΜ βοηθητικός εργάτης που μεταφέρει τη λάσπη ή τις πέτρες στους χτίστες, πηλοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπουργός (< υπό + έργο) με σίγηση τού αρκτικού υ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”